- αὐτοσχεδίη
- αὐτο-σχεδίη (σχεδόν): close combat; adv., αὐτοσχεδίην, ‘at close quarters.’
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αὐτοσχεδίῃ — αὐτοσχέδιος hand to hand fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] … Dictionary of Greek